μικρολυπία

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

μικρολυπία: ἡ, μικρὰ λύπη, Νικήτ. Χων. σ. 21C.

Greek Monolingual

μικρολυπία, ἡ (Μ) μικρόλυπος
μικρή λύπη.