λύπη
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
ἡ,
A pain of body, opp. ἡδονή, Id.Phlb. 31c, etc.; also, sad plight or condition, Hdt.7.152.
2 pain of mind, grief, ib.16.ά; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται A.Ag.791 (anap.); τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει; = for what good is there to live a life that brings pain? Id.Fr.177, cf. S.OC 1217 (lyr.), etc.; ἐρωτικὴ λύπη Th.6.59; λύπας προσβάλλειν Antipho 2. 2.2; λ. φέρειν τινί And.2.8; opp. χαρά, X.HG7.1.32.
German (Pape)
[Seite 70] ἡ, Leid, Betrübnis, Kränkung, sowohl act. als pass.; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται Aesch. Ag. 765; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Suppl. 437; ὑπ' ἀγρίας ᾄξασα λύπης Soph. O. R. 1074; Gegensatz von χάρις, El. 812; λύπην τινὶ βάλλειν, Schmerz, Unglück bereiten, Phil. 67, vgl. El 644; πικρά, Eur. Or. 1105; παῦσαι λύπης Andr. 1271, öfterl ἡ παρεοῦσα λύπη, der traurige Zustand, Her. 7, 152; Gegensatz von ἡδονή, Plat. Phil. 31 c, öfter; λύπην μεγίστην παρέχειν, Gorg. 477 c, τὰς ἐσχάτας λυπεῖσθαι λύπας, 494 a Gegensatz von χαρά, Xen. Hell. 7, 1, 22.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 peine, chagrin, tristesse, affliction;
2 situation ou condition pénible;
3 douleur physique, particul. douleurs de l'enfantement.
Étymologie: R. Λυπ, être triste.
Russian (Dvoretsky)
λύπη: дор. λύπα (ῡ) ἡ
1 скорбь, печаль, горе: ἄνευ δε λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. куда ни повернуться, всюду горе;
2 печальное положение (ἡ παρεοῦσα λ. Her.);
3 страдание, мука, боль: κάμνειν ἴσον λύπης ἐμοί Soph. переносить такие же страдания, как я.
Greek Monolingual
και χλίψη, η (ΑΜ θλῖψις) θλίβω
1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα
2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια
νεοελλ.
1. στείψιμο, ξεζούμισμα
2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση του όγκου του
(νεοελλ.-μσν.)
1. βάσανο
2. πένθος
3. κηδεία («σε θλίψη ή σε γάμο»)
μσν.
1. ευνουχισμός ζώου που προκαλείται με σύνθλιψη τών γεννητικών οργάνων
2. φρ. «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «κάμνω θλῑψιν» και «στέκομαι εἰς θλῑψιν» — λυπάμαι
αρχ.
σπασμός, πίεση (α. «θλῖψις στομάχου», Ρούφ.
β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).
Greek (Liddell-Scott)
λύπη: [ῡ], ἡ, πόνος σωματικός, Λατ. dolor, ἀντίθετ. τῷ ἡδονή, Πλάτ. Φίληβ. 31C, κτλ.· ὡσαύτως κακὴ κατάστασις, δυστυχία, Ἡρόδ. 7. 152. 2) πόνος τῆς ψυχῆς, Ἡρόδ. 7. 16, καὶ Ἀττ.· δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ ἧπαρ προσικνεῖται Αἰσχύλ. Ἀγ. 791· τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 174, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1216, κτλ.· ἐρωτικὴ λ. Θουκ. 6. 58· λύπας ἐμβάλλειν Ἀντιφῶν 116. 29 λ. φέρειν τινὶ Ἀνδοκ. 20. 35· ἀντίθετ. τῷ χαρά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32. (Πρὸς τὴν √ΛΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. lup, lump-âmi (rumpo, perdo), lup-yâmi (confundo)· ἴσως καὶ Λατ. rump-o, Ἀρχ. Σκανδιν. rŷf (rumpo), Λιθ. rūp-eti (vexare)).
English (Strong)
apparently a primary word; sadness: grief, grievous, + grudgingly, heaviness, sorrow.
English (Thayer)
λύπης, ἡ (from Aeschylus and Herodotus down), sorrow, pain, grief: of persons mourning, χαρά, λύπην ἔχω (see ἔχω, 1. 2g., p. 267a), ἀπό and genitive of person, λύπη μοι ἐστιν, ἐν λύπη ἔρχεσθαι, of one who on coming both saddens and is made sad, λυπῶ ὑμᾶς, λύπην ἔχω, ἀπό τῆς λύπης, for sorrow, ἐκ λύπης, with a sour, reluctant mind (A. V. grudgingly) (opposed to ἱλαρός), ἡ κατά Θεόν λύπη, sorrow acceptable to God, λυπέω), and ἡ τοῦ κόσμου λύπη, the usual sorrow of men at the loss of their earthly possessions, ibid.; objectively, annoyance, affliction (Herodotus 7,152): λύπας ὑποφέρειν (R. V. griefs), 1 Peter 2:19.
Greek Monolingual
η (AM λύπη)
1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ.
β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.)
2. πένθος (α. «δεν ήλθαν στον γάμο, γιατί έχουν λύπη» β. «παῦσαι δὲ λύπης τῶν τεθνηκότων ὕπερ», Ευρ.)
νεοελλ.-μσν.
2. παράπονο, καημός
3. βάσανο, ταλαιπωρία
4. συμπόνια, οίκτος, ευσπλαχνία («δεν ένιωσε καμιά λύπη για την καταστροφή τους»)
4. στενοχώρια για κάποιο άτοπο συμβάν («η κυβέρνηση εξέφρασε τη λύπη και την αγανάκτησή της για τη δολοφονία του βουλευτή»)
5. φρ. «παίρνω λύπη» ή «λαμβάνω λύπην» — λυπάμαι, στενοχωριέμαι, προσβάλλομαι
μσν.
φρ. α) «τὸ ποτάμι τῆς λύπης» — ο ποταμός που, κατά την παλαιά λαϊκή δοξασία, κυλά στον κάτω κόσμο
β) «ἄγω λύπην» ή «φέρνω λύπην» — πενθώ
γ) «ἔχω λύπην (πρός τινα»)
i) κρατώ κακία
ii) συμπονώ, δείχνω ανθρωπιά
δ) «κάμνω λύπην» ή «ποιῶ λύπην» — θρηνώ
αρχ.
1. δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από σωματικό πόνο, σε αντιδιαστολή με την ηδονὴ («ἐν τῷ κοινῷ μοι γένει ἅμα φαίνεσθον λύπη τε καὶ ἡδονὴ γίγνεσθαι κατὰ φύσιν», Πλάτ.)
2. δυσχερής κατάσταση, δυσάρεστη θέση, δυστυχία, δυσπραγία («Ἀργεῖοι ἦσαν οἱ ἐπικαλεσάμενοι τὸν Πέρσην... πᾶν δὴ βουλόμενοί σφι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα lup- της ΙΕ ρ. leup- «κομματιάζω, συνθλίβω, ξεφλουδίζω» και συνδέεται με τους βαλτικούς και σλαβικούς τ.: λιθουαν. lupti «ξεφλουδίζω, γδέρνω», λεττον. lupt «εξαλείφω, αφαιρώ», ρωσ. lupiti «ξεφλουδίζω». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει ασθένεια, αδυναμία ή την κακή ποιότητα του εδάφους
αργότερα της έδωσαν τη συγκεκριμένη σημασία της, πέρα από τις μεταφορικές χρήσεις που έλαβε στη συνέχεια. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα leu-p-, που μπορεί να είναι παρεκτεταμένη μορφή της leu-, όπως και η leu-g (πρβλ. λευγαλέος, lūgeo).
ΠΑΡ. λυπηρός, λυπώ
αρχ.
λυπητήριος
αρχ.-μσν.
λυπρός
μσν.
λυπίζω, λυπικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λυποτόκος
μσν.
λυπαλγής, λυπόματος
νεοελλ.
λυπομανής. (Β' συνθετικό) άλυπος, βαρύλυπος, παυσίλυπος, περίλυπος
αρχ.
έλλυπος, επίλυπος, μικρόλυπος, πολύλυπος, τρισάλυπος, φιλάλυπος, φιλόλυπος νεοελλ. αλεξίλυπος].
Greek Monotonic
λύπη: [ῡ], ἡ,
1. σωματικός πόνος, Λατ. dolor, σε Πλάτ.· δυστυχία, κακή κατάσταση, σε Ηρόδ.
2. πόνος ψυχής, μύχια λύπη, στον ίδ., Αττ.
Middle Liddell
λῡ́πη, ἡ,
1. pain of body, Lat. dolor, Plat.: distress, sad plight or condition, Hdt.
2. pain of mind, grief, Hdt., Attic.
Frisk Etymology German
λύπη: {lú̄pē}
Grammar: f.
Meaning: Kummer, Trauer, Schmerz (ion. att.);
Composita: als Vorderglied in λυποτόκος schmerzerregend (Halikar.).
Derivative: Davon λυπηρός kummervoll, traurig, schmerzlich (ion. att.); daneben λυπρός ib. (Trag.), oft vom Erdboden, Gegensatz εὑρεῖα (ν 243), πεδιάς (Hdt. 9, 122), auch ὀρεινή (Arist.HA 556 a.4), etwa unfruchtbar, karg; Kompp. παράλυπρος (Str.), λυπρόγεως, -χωρος, βιος (Str., Ph., App.); λυπρότης Kargheit, vom Boden (Str.). Denominatives Verb λυπέω, -έομαι (nach ἀλγέω; Debrunner Wortbildung ? 194) ‘in Trauer versetzen, betrüben, schmerzen; trauern, sich betrüben’ (Hes., Sapph., ion. att.) mit λύπημα Schmerz (Antipho Soph. u. a.), -ητικός Schmerz empfindend (Arist., Plu.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Wie λευγαλέος (s. d.) u. Verw. mit aind. rujáti zerbrechen verbunden wird, könnte λύπη als Verbalnomen zum synonymen lu-m-páti, lupyáte zerbrechen, zerreißen gehören, wenn es nicht näher läge, lup- als dialelktisch für rup- in aind. rúpyati, lat. ru-m-p-ō u. a. m. zu betrachten. Die übrigen auf idg. lup- zurückgehenden Wörter bedeuten vielmehr abschälen, entrinden u. dgl., z.B. lit. lùpti schälen, abhäuten, schinden, russ. lupítь schälen, enthülsen, germ. z.B. ahd. louft, loft Baumrinde, Bast (auch idg. lubh- möglich); WP. 2, 417f., Pok. 690f., W.-Hofmann s. rumpō, Fraenkel s. lùpti, Vasmer s. lupítь mit weiteren Formen und reicher Lit. — In dem semantisch etwas abseits liegenden λυπρός kann eine von λύπη unabhängige alte Primärbildung erhalten sein.
Page 2,145-146
Chinese
原文音譯:lÚph 呂胚
詞類次數:名詞(16)
原文字根:悲哀 相當於: (חֳלִי) (יָגֹון) (עָמָל) (עֶצֶב) (עִצָּבֹון) (תּוּגָה)
字義溯源:悲傷*,悲哀,憂,憂傷,憂愁,愁苦,苦楚,悲痛
同源字:1) (ἄλυπος)少些憂愁 2) (λυπέω)憂愁 3) (λύπη)悲傷 4) (περίλυπος)極其傷心 5) (συλλυπέω)同憂傷參讀 (ὀδύνη)同義字
出現次數:總共(16);路(1);約(4);羅(1);林後(6);腓(2);來(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 憂愁(11) 路22:45; 約16:6; 約16:20; 約16:21; 約16:22; 羅9:2; 林後2:1; 林後2:3; 林後2:7; 林後7:10; 林後7:10;
2) 憂(2) 腓2:27; 腓2:27;
3) 苦楚(1) 彼前2:19;
4) 愁苦(1) 來12:11;
5) 為難(1) 林後9:7
English (Woodhouse)
annoyance, bother, distress, grief, pain, sorrow, vexation, physical pain, mental pain
Translations
physical pain
Abkhaz: ахьаа; Adyghe: узы, уз; Afrikaans: pyn; Albanian: dhembje; Amharic: ጣረሞት; Arabic: أَلَم, وَجَع; Egyptian Arabic: ألم; Armenian: ցավ; Assamese: বিষ; Asturian: dolor; Azerbaijani: ağrı, acı; Bashkir: ауыртыу; Basque: min; Belarusian: боль; Bengali: ব্যথা; Breton: poan; Bulgarian: болка; Burmese: ဝေဒနာ, ဒုက္ခ; Catalan: dolor; Chechen: лазар; Cherokee: ᎠᎩᏟᏱ; Chinese Dungan: тын; Chinese Mandarin: 疼痛, 苦痛, 疼, 痛, 痛苦; Chuvash: ырату; Crimean Tatar: ağrı, accı; Czech: bolest; Danish: smerte; Dutch: pijn; Esperanto: doloro; Estonian: valu; Faroese: pína, ilska, verkur, sviði; Finnish: kipu, kärsimys, särky, tuska, piina; French: douleur, mal; Old French: peine, dolor; Friulian: dolôr; Gagauz: aarı; Galician: dor; Georgian: ტკივილი; German: Schmerz; Greek: πόνος; Ancient Greek: ἄλγος, ὀδύνη; Greenlandic: anniaat; Guaraní: rasy, tasy; Gujarati: પીડા; Hawaiian: ʻeha; Hebrew: כְּאֵב; Hindi: दर्द, पीड़ा, व्यथा; Hungarian: fájdalom, kín; Icelandic: sársauki, verkur; Ido: doloro; Indonesian: sakit, nyeri; Irish: pian; Istriot: dulur; Italian: dolore; Japanese: 痛み, 苦痛; Kannada: ನೋವು, ಬೇನೆ; Kashubian: bòlesc; Kazakh: ауру, жара, сыздау; Khmer: ជំហឺ, ការឈឺចាប់; Komi-Permyak: висьӧм; Korean: 아픔, 통증, 고통; Central Kurdish: ئازار, ژان; Northern Kurdish: elem; Kyrgyz: оору; Ladino: dolor, דולור; Lao: ຄວາມເຈັບ; Latgalian: suope; Latin: dolor; Latvian: sāpes; Lithuanian: skausmas, kančia, gėla; Low German: Wehdag, Wehdaag; Luxembourgish: Péng; Macedonian: болка; Malay: sakit; Malayalam: വേദന; Maltese: uġigħ; Maori: mamae; Mongolian: өвчин; Mwani: malwazo; Navajo: diniih; Neapolitan: dulore; Nepali: पीडा; Ngazidja Comorian: ndroso; Northern Altai: аарыг; Norwegian Bokmål: smerte; Nynorsk: smerte; Occitan: dolor; Old Church Slavonic: боль; Old East Slavic: боль; Old English: sār, eċe; Old Occitan: pena, dolor; Old Portuguese: door; Oriya: ପିଠ, କ୍ଳେଶ; Ossetian: рыст, рис; Pali: vedanā; Pashto: درد, دړد; Persian: درد; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Wee; Polish: ból; Portuguese: dor; Punjabi: ਦਰਦ, پِیڑ, دَرد, ڈول; Quechua: nanay; Romani: dukh; Romanian: durere, chin; Romansch: dolur, dalur, dolour, dulur; Russian: боль; Rusyn: боль, біль; Sanskrit: पीडा, व्यथा, बाधा; Saterland Frisian: Kwoal; Scottish Gaelic: pian, cràdh; Serbo-Croatian Cyrillic: бол, мука; Roman: bol, muka; Sicilian: duluri, ruluri, diluri, riluri; Sindhi: سور; Sinhalese: වේදනාව; Slovak: bolesť; Slovene: bolečina; Slovincian: bȯ́u̯l; Sorbian Lower Sorbian: ból; Upper Sorbian: ból; Southern Altai: оору, сыс; Spanish: dolor; Swahili: umwa; Swedish: smärta; Tagalog: sakit, pananakit; Tajik: дард; Talysh: داژ; Tamil: வலி, வேதனை, நோவு; Tatar: ачы, авырту, сызлау, авырту; Telugu: నొప్పి; Thai: ความเจ็บ; Tibetan: ཟུག; Tigrinya: ቃንዛ; Tocharian B: lakle; Turkish: acı, ağrı; Turkmen: ajy, agyry; Tuvan: аарыг, аарышкылыы; Ukrainian: біль; Urdu: درد, پیڑا; Uyghur: ئاغرىق, ئەلەم; Uzbek: ogʻriq, alam, dard; Venetian: dolor, dołor; Vietnamese: đau, sự đau đớn; Waray-Waray: ul-ul, su-ol; Welsh: poen, dolur; White Hmong: mob; Wolof: metit; Yakut: ыарыы; Yiddish: ווייטיק, וויי, יסורים, פּײַן, מיחוש, ווייעניש; Yucatec Maya: k'iinam; Zazaki: dej, tew; Zhuang: in, indot, inget
mental pain
Arabic: أَلَمٌ; Armenian: ցավ, տանջանք; Azerbaijani: dərd; Bulgarian: страдание; Burmese: ဒုက္ခ; Catalan: pena; Chinese Mandarin: 痛苦; Czech: bolest; Dutch: pijn; Finnish: kärsimys, tuska; French: douleur, peine; Old French: dolor, peine; Galician: pena, dor; German: Schmerz; Ancient Greek: ἄλγος, πόνος, ὀδύνη; Hindi: दुःख, दुख; Italian: sofferenza, difficoltà; Japanese: 痛み, 苦痛; Kurdish Central Kurdish: دەرد; Latin: dolor; Nepali: दुख; Norwegian: pine; Nynorsk: pinsla; Old English: sār; Portuguese: dor; Romanian: suferință, chin, durere; Russian: боль, страдание, мука; Sanskrit: दुःख; Sindhi: سور; Slovak: bolesť; Slovene: bolečina; Spanish: pena; Swahili: maumivi, umwa; Swedish: smärta; Tagalog: hinanakit; Tamil: வேதனை; Tibetan: སྡུག་བསྔལ་བརྒྱད།; Turkish: acı, dert, keder; Urdu: دکھ; Vietnamese: khổ; Western Panjabi: دکھ; Yiddish: לייד, אַנגסט, וויי, נאָכוויי, עגמות, גריזאָטע, עגמות־נפֿש, טריבקייט, טריבע, צער, פֿאַרוויינטקייט; Zazaki: xeder, dej, muğul, derd
grief
Albanian: pikëllim, mjerim; Arabic: غَمّ, حُزْن, كَآبَة, كَدَر, أَسَى; Armenian: սուգ, վիշտ; Azerbaijani: qəm, kədər, hüzn, dərd, ələm, qüssə, qəm-qüssə; Bashkir: ҡайғы; Belarusian: гора, смутак, туга, туга, жаль, журба, журбота; Bengali: দুঃখ, দেরেগ, গোসা, নারাজী; Bulgarian: мъ́ка, скръб, печал, тъга; Burmese: ပရိဒေဝ, အဆွေး; Buryat: гуниг; Catalan: dolor, pena; Chinese Mandarin: 悲苦, 感傷, 感伤, 悲哀; Czech: žal, smutek; Danish: sorg; Dutch: rouw, leedwezen, smart, verdriet; Esperanto: ĉagreno; Estonian: lein; Ewe: konyifafa; Finnish: suru, murhe; French: douleur, peine; Galician: pena, coita, pesar, dor, mágoa, dó; Georgian: წუხილი; German: Kummer, Gram, Leid; Gothic: 𐌲𐌰𐌿𐍂𐌹𐌸𐌰; Greek: πόνος, θλίψη, οδύνη, συντριβή; Ancient Greek: λύπη; Hebrew: אֵבֶל; Hindi: दुःख, शोक, ग़म, मातम; Hungarian: gyász, bánat, bú, búbánat, szomorúság; Icelandic: sorg; Ido: chagreno; Indonesian: pilu; Irish: brón, cumha; Italian: dolore, pena, sofferenza; Japanese: 悲しみ, 悲哀; Kazakh: қайғы; Khmer: ពិធុរ, សំណោក, អនុសោក; Kikuyu: kĩeha; Korean: 비애(悲哀), 슬픔; Kurdish Central Kurdish: خەفەت; Kyrgyz: кайгы; Lao: ຄວາມໂສກເສົ້າ; Latin: aegritudo, dolor, tristitudo; Latvian: skumjas, bēdas, sirdēsti; Lithuanian: sielvartas, širdgėla; Macedonian: тага; Malay: duka, ratapan, sugul, dukachita, hiba; Maori: pāmamae, rāwakiwaki, pāpōuri, auhi; Norwegian Bokmål: sorg; Old Church Slavonic Cyrillic: гор҄е, тѫга; Old East Slavic: туга, печаль; Old English: caru; Persian: غم, سوگ; Polish: żal, smutek, zmartwienie; Portuguese: pesar; Quechua: phutiy; Romanian: tristețe, întristare, mâhnire; Russian: горе, печаль, скорбь, кручина, туга; Sango: vundü; Sanskrit: दुःख; Scottish Gaelic: bròn, dòlas, doilgheas, èislean, mulad; Serbo-Croatian Cyrillic: туга, беда, биједа; Roman: túga, béda, bijéda; Slovak: žiaľ, smútok; Slovene: žalost; Spanish: pesar, pesadumbre, dolor, sufrimiento, pena, calamidad, sinsabor; Swahili: ghamu; Swedish: sorg, bedrövelse; Tajik: ғам, суг; Tatar: кайгы; Thai: ความเศร้า; Turkish: hüzün, keder; Turkmen: hasrat; Ukrainian: горе, жаль, печаль, скорбота, смуток, туга, журба, жалощі, журбота; Urdu: غَم; Uyghur: قايغۇ; Uzbek: qaygʻu, gʻam, dogʻ, hasrat; Vietnamese: buồn, buồn rầu; Welsh: gofid, galar; Zazaki: keder, qaxu, ğem
affliction
Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder