μνημονικῶς
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
French (Bailly abrégé)
adv.
de mémoire.
Étymologie: μνημονικός.
Russian (Dvoretsky)
μνημονικῶς: по памяти, на память (κατηγορεῖν Dem.; εἰπεῖν Aeschin.; συνθεῖναι Sext.).