μνους

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

μνοῦς, -όος, ὁ (Α)
1. λεπτό χνούδι
2. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. μνίον και χνόος/χνοῦς].