χνούδι

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανατ. το πρωτογενές τρίχωμα του εμβρύου, αποτελούμενο, από λεπτές, άχρωμες τρίχες, οι οποίες εμφανίζονται τον τέταρτο εμβρυϊκό μήνα και διατηρούνται στα βρέφη έως τον έκτο μήνα της ζωής
2. το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς μερικών φυτών, καθώς και το σώμα ορισμένων ζώων, κυρίως εντόμων
3. οι πολύ λεπτές τρίχες που εμφανίζονται στο πρόσωπο τών εφήβων, αλλά και σε όλο το σώμα νεαρών κυρίως ατόμων
4. το πτίλωμα τών νεοσσών
5. οι κοντές τρίχες από μαλλί ή βαμβάκι που προεξέχουν στην επιφάνεια υφάσματος, το πέλος
6. οι ίνες που βγαίνουν και προεξέχουν, σχηματίζοντας μικρά συσσωματώματα, στην επιφάνεια πλεκτών, κυρίως, ενδυμάτων είτε λόγω της πολυκαιρίας είτε λόγω της κακής ποιότητάς τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χνοῦς μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χνούδι-ον (πρβλ. φλούδι: φλοῦς)].