μολιβδίς

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
masse de plomb.
Étymologie: μόλιβδος.

Greek Monolingual

μολιβδίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. μολυβδίς.