μολιβδόδετος

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek (Liddell-Scott)

μολιβδόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, Πολυδ. ϛʹ, 88.

Greek Monolingual

μολιβδόδετος, -ον (Α)
βλ. μολυβδόδετος.