μονόματος

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

-η, -ο
1. μονόφθαλμος
2. (για φυτό) αυτό του οποίου έχει απομείνει μόνο ένα μάτι μετά το κλάδεμα.