Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
-η, -ο1. μονόφθαλμος2. (για φυτό) αυτό του οποίου έχει απομείνει μόνο ένα μάτι μετά το κλάδεμα.