μονόφθαλμος
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
Ion. μουνόφθαλμος, ον, one-eyed, Hdt. 3.116, 4.27, Str.2.1.9, Ev.Matt.18.9: rejected by Phryn.112; expld. as one who has one eye, like the Cyclops, opp. ἑτερόφθαλμος, one who has lost an eye, Ammon.Diff.p.60 V.
German (Pape)
[Seite 206] einäugig, Strab. II, 70 u. Sp.; Her. 3, 116. 4, 27 in ion. Form. μουνόφθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a qu'un œil, borgne.
Étymologie: μόνος, ὀφθαλμός.
Russian (Dvoretsky)
μονόφθαλμος: ион. μουνόφθαλμος 2 одноглазый (ἄνδρες Her.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόφθαλμος: Ἰων. μουν-, ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀφθαλμόν, ἑτερόφθαλμος, μονόμματος, Ἡρόδ. 3. 116., 4. 27, Στράβ. 78. - Περὶ τοῦ μονόφθαλμος ἴδε Κόντου Φιλογογ. Ποικίλ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 1, σ. 11 καὶ 21 κἑξ. - μονόφθαλμος, = ἑτερόφθαλμος αὐτόθι σ. 38.
English (Strong)
from μόνος and ὀφθαλμός; one-eyed: with one eye.
English (Thayer)
μονόφθαλμον (μόνος, ὀφθαλμός) (Vulg. luscus, deprived of one eye, having one eye: Herodotus, Apollod., Strabo, (Diogenes Laërtius, others; (Lob. ad Phryn., p. 136; Bekker Anecd. 1:280; Rutherford, New Phryn., p. 209; Winer's Grammar, 24).)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόφθαλμος, -ον, ιων. μουνόφθαλμος)
1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι, όπως οι Κύκλωπες («οι Κύκλωπες ήταν μονόφθαλμοι»)
2. αυτός που βλέπει με το ένα μόνο μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι («καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «μεταξύ τυφλών ο μονόφθαλμος βασιλεύει» — λέγεται για περιπτώσεις κατά τις οποίες αρκούν και τα ελάχιστα προσόντα ώστε κάποιος να αναδειχθεί και να επιβληθεί σε ένα σύνολο ατόμων που στερούνται παντελώς από προσόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀφθαλμός.
Greek Monotonic
μονόφθαλμος: Ιων. μουν-, -ον, αυτός που έχει ένα μόνο μάτι, μονόφθαλμος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
one-eyed, Hdt.
Chinese
原文音譯:monÒfqalmoj 蒙-哦弗他而摩士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:獨一-觀看的
字義溯源:一只眼的,一隻眼睛,單眼的;由(μόνος)*=僅存的)與(ὀφθαλμός)=眼)組成;而 (οὗτος)出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 有一隻眼(1) 可9:47;
2) 一隻眼睛(1) 太18:9