μονόπλοκο

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. λεπτό σχοινί που αποτελείται από μία μόνο συστροφή καννάβινων ινών, κν. σπαρτσίνο.