μονόπλοκο

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

Greek Monolingual

το
ναυτ. λεπτό σχοινί που αποτελείται από μία μόνο συστροφή καννάβινων ινών, κν. σπαρτσίνο.