μονότομος

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

-η, -ο
(για βιβλίο) αυτό που αποτελείται από έναν τόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Στ. Κομμητά].