μουράγιο
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
το
1. κρηπίδωμα λιμανιού, προκυμαία
2. στον πληθ. τα μουράγια
α) τείχη
β) πυροβόλα όπλα που είναι τοποθετημένα σε τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muragia].