μουράγιο

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147

Greek Monolingual

το
1. κρηπίδωμα λιμανιού, προκυμαία
2. στον πληθ. τα μουράγια
α) τείχη
β) πυροβόλα όπλα που είναι τοποθετημένα σε τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muragia].