μουσακάς

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο
είδος εδέσματος που έχει ως κύρια συστατικά μελιτζάνες ή πατάτες, κιμά και άσπρη σάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. musakka].