μουσακάς

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ο
είδος εδέσματος που έχει ως κύρια συστατικά μελιτζάνες ή πατάτες, κιμά και άσπρη σάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. musakka].