μυατονία

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. απουσία ή πολύ έκδηλη πτώση του μυϊκού τόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myatonie (< μυς + ατονία)].