απουσία

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπουσία) άπειμι
1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι απών
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απουσιάζει κάποιος, η διάρκεια της απουσίας
3. έλλειψη, ανυπαρξία
νεοελλ.
1. (για μαθητές ή εργαζόμενους) η μη προσέλευση στο μάθημα ή στην εργασία
2. (για μαθητές) σημείωση στον κατάλογο (που δηλώνει τη μη προσέλευση κάποιου στο μάθημα)
αρχ.
1. απώλεια, φύρα
2. αποσπερμάτιση.