μυελαιμία

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η
ιατρ. παλαιότερος όρος για την μυελοκυτταραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelemie (< μυελός + -αιμία < αἷμα)].