μυκητοκηκίδα

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

η
βοτ. διόγκωση διαφόρων μορίων τών φυτών που οφείλεται σε προσβολή από παρασιτικούς μύκητες.