διόγκωση

From LSJ

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source

Greek Monolingual

η (AM διόγκωσις) διογκώ
1. αύξηση του όγκου
2. πρήξιμο
νεοελλ.
σκόπιμη απόδοση μεγαλύτερης σημασίας σε κάτι απ' όση πραγματικά αυτό έχει
αρχ.
έπαρση.