μυκόπλασμα

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

το
(μικρβλ.)
κάθε μέλος της τάξης μυκοπλάσματα και γένος της τάξης αυτής, στο οποίο ανήκουν και πολλά είδη που προξενούν ασθένειες στον άνθρωπο και στα ζώα, αλλά και σε διάφορα φυτά.