μυκώδης

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek (Liddell-Scott)

μυκώδης: -ες, μυξώδης, ἕλκος μυκῶδες Ἐρωτιαν. σ. 156, ἔνθα μυκονοειδές.

Greek Monolingual

μυκώδης, -ῶδες (Α)
μυξώδης.