μυλοκριβάνιον

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174

Greek Monolingual

μυλοκριβάνιον, τὸ (Μ)
μικρός κλίβανος του μυλωθρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + κριβάνιον (< κρίβανος)].