κλίβανος
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
v. κρίβανος.
German (Pape)
[Seite 1453] ὁ, att. κρίβανος (s. Phryn. p. 179, der die Form mit λ verwirft, u. Ath. III, 110 c), ein irdenes oder eisernes Geschirr, unten weiter als oben, in welchem man Brot backte, nach den Alten ὁ βαῦνος τῶν κριθῶν, wogegen die alte Form κλίβανος spricht; κλιβάνῳ διαφανεῖ Her. 2, 92; die att. Form steht bei Ar. Ach. 86 Plut. 856 u. öfter; Antiphan. bei Ath. a. a. O. Sp. haben wieder κλί. βανος (vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O.) u. brauchen es = ἰπνός, Ofen, übh. zum Backen u. Rösten; Matth. 6, 30. – Bei Ael. H. A. 2, 22, wahrscheinlich von der Ähnlichkeit u. der Gestalt, = Felsenhöhle.
French (Bailly abrégé)
c. κρίβανος.
English (Strong)
of uncertain derivation; an earthen pot used for baking in: oven.
English (Thayer)
κλιβανου, ὁ (for κρίβανος, more common in earlier (yet κλίβανος in Herodotus 2,92 (cf. Athen. 3, p. 110c.)) and Attic Greek; see Lob. ad Phryn., p. 179; Passow, under the word κρίβανος; (Winer's Grammar, 22));
1. a clibanus, an earthen vessel for baking bread (Hebrew תַּנּוּר, clibanus; see Schol. on Aristophanes Acharn. 86 (iv. 2, p. 339,20f Dindorf)).
2. equivalent to ἰπνός, a furnace, an oven: so Luke 12:28.
Greek Monolingual
ο (AM κλίβανος, Α αττ. τ. κρίβανος)
νεοελλ.
1. συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνονται διάφορα υλικά για να υποστούν φυσικές ή χημικές μεταβολές
2. στεγανή συσκευή μέσα στην οποία διατηρείται σταθερή θερμοκρασία και η οποία χρησιμεύει για την εργαστηριακή καλλιέργεια μικροβίων ή για τη δημιουργία φυσικών ή χημικών φαινομένων, όπως είναι η αποξήρανση, η αφυδάτωση, η απολύμανση, η αποστείρωση κ.ά., που απαιτούν σταθερή θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή
νεοελλ.-μσν.
θολωτός θάλαμος κατασκευασμένος από πλίνθους που έχει ένα μόνο άνοιγμα και χρησιμεύει για ψήσιμο άρτου ή φαγητού, φούρνος, κάμινος, καμίνι
αρχ.
1. πήλινο ή σιδερένιο αγγείο, πλατύτερο στο πάνω μέρος και στενότερο στο κάτω, στο οποίο έψηναν τον άρτο τοποθετώντας ανθρακιά ή ζεστή στάχτη γύρω απ' αυτό («ἐν κλιβάνῳ διαφανέϊ πνίξαντες οὕτω τρώγουσι», Ηρόδ.)
2. αγγείο με σχήμα χωνιού, με το οποίο αντλούσαν νερό από πηγάδι
3. κοίλωμα σε βράχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ανος (πρβλ. βάσανος, ράφανος). Παραμένει άγνωστο αν αρχικός τ. είναι το κλίβανος ή κρίβανος. Πρόκειται πιθ. για δάνειες λ. από τη σημιτ. ή την ουραλοαλταϊκή οικογένεια. Συνδέονται πιθ. με γοτθ. hlaifs, αρχ. άνω γερμ. hleib, καθώς και με λατ. libum. Τον τ. κλίβανος δανείστηκε η λατ. με τη μορφή clibanus.
ΠΑΡ. κλιβανεύς, κλιβάνιος αρχ. κλιβανικός, κλιβανίτης
αρχ.-μσν.
κλιβανωτός
νεοελλ.
κλιβανίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλιβανοειδής
μσν.
κλιβανοφόρος. (Β' συνθετικό) επικλιβάνιος
νεοελλ.
αρτοκλίβανος, ατμοκλίβανος, ξηροκλίβανος].
Russian (Dvoretsky)
κλίβανος: ὁ Her., Diod., NT = κρίβανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλίβανος -ου, ὁ bakpan, bakoven:. ἐν κλιβάνῳ διαφανέϊ in een gloeiend hete oven Hdt. 2.92.5.
Frisk Etymology German
κλίβανος: (Hdt., Epich., LXX, Pap., NT usw.),
{klí̄banos}
Forms: auch, wohl sekundär (Dissimilation?; Schwyzer 259), κρίβανος (Kom. u. a.) m., κρίβανον n.
Meaning: Backofen, eig. ein tönernes oder eisernes, nach oben sich verjüngendes und mit Luftlöchern versehenes Geschirr, in dem man Brot buk; übertr. auf ähnliche Gegenstände: trichterförmiges Gefäß zum Wasserschöpfen, Felsenhöhle (Str., Ael. u. a.).
Derivative: Davon (meist κλιβ-): κλιβάνιος, -ικός zum Backofen, Backen gehörig (Pap.), -ιον Backofen (Pap.), -ίτης (ἄρτος) ‘im K. gebackenes Brot’ (Kom.; Redard Les noms grec en -της 89), κριβανωτός ‘im Ofen gebacken(es Brot)’ (Alkm. 20, Ar.), κριβάνας· πλακοῦντάς τινας H.; κλιβανεύς Bäcker, -εῖον Bäckerei (Pap.); κλιβανάριος aus lat. clībanārius gepanzerter Reiter (seit IVp; aus der Soldatensprache oder nach aram. tanûr Ofen, Panzer?; vgl. Schwyzer 39). — Hypostase ἐπικλιβάνιος (θεά) über den Ofen herrschend (Karneades).
Etymology: Technisches LW auf -ανος (Chantraine Formation 200, Schwyzer 489f.); Herkunft unbekannt. Nach Walde Lat. et. Wb.2 s. lībum zu dem germ. Wort für Laib Brot, got. hlaifs usw. durch Entlehnung aus einem nördlichen Sprachgebiet; dagegen (W.-)Hofmann s. v. Andere Hypothesen bei Lewy Fremdw. 105f. (semitisch), bei Mohl MSL 7, 403 (uralaltaisch); weitere Lit. bei W.-Hofmann s. lībum.
Page 1,873
Chinese
原文音譯:kl⋯banoj 克利巴挪士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:爐 相當於: (תַּנּוּר)
字義溯源:泥土塑成的烤爐^,烤箱,爐
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 爐(2) 太6:30; 路12:28