μυοβλάστη

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

η
(ιστολ.) νεαρό κύτταρο του μεσεγχύματος το οποίο μετατρέπεται σε γραμμωτή μυϊκή ίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myoblast (< μυς, μυός + βλαστός)].