μυοδερματικός

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ανατ. φρ. «μυοδερματικό νεύρο» — κλάδος του βραχιόνιου πλέγματος, από τον οποίο νευρώνονται οι πρόσθιοι μύες του βραχίονα και το οποίο καταλήγει ως εξωδερματικό νεύρο του πήχη.