μυομήτριο

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

το
ανατ. η μεσαία στιβάδα του τοιχώματος της μήτρας, που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myometrium (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + μήτρα)].