μυομήτριο

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

το
ανατ. η μεσαία στιβάδα του τοιχώματος της μήτρας, που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myometrium (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + μήτρα)].