ναζί

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο και η άκλ.
1. μέλος του πρώην γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, οπαδός του Χίτλερ
2. οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού, του ναζισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Nazi (προφ. «νατσί») < Να-(τιοναλ-σο)ζι(αλιστ) «εθνικοσοσιαλιστής»].