ναστόλιθος

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

ο
τεχνολ. είδος υλικού που παρασκευάζεται με συμπίεση κομματιών ναστοχάρτου, ζελατίνης, αργίλου και άλλων υλών και χρησιμοποείται κυρίως για την κατασκευή ανάγλυφων διακοσμήσεων για το εσωτερικό τών σπιτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός + λίθος.