νεοφερμένος

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

και νιοφερμένος, -η, -ο
αυτός που ήλθε πρόσφατα ή αυτός που τον έφεραν πρόσφατα, νιόφερτος.