Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
νεφοῦμαι, -όομαι (Α) νέφος1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός.