τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words
νικεπώνυμος: πόλις, (ἡ Νίκαια), Ν. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119.
νικεπώνυμος, -ον (Μ)(για την πόλη Νίκαια) ο επώνυμος της νίκης, αυτός που φέρει το όνομα της νίκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + ἐπώνυμος.