ἐπώνυμος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπώνῠμος Medium diacritics: ἐπώνυμος Low diacritics: επώνυμος Capitals: ΕΠΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: epṓnymos Transliteration B: epōnymos Transliteration C: eponymos Beta Code: e)pw/numos

English (LSJ)

ἐπώνυμον (for the form cf. ἀνώνυμος),
A given as a significant name, τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπώνυμον Od.19.409 (cf. ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω ib.407); Ἀλκυόνην καλέεσκον ἐπώνυμον, οὕνεκ'.. Il.9.562, cf. h.Ap. 373; Κύκλωπες δ' ὄνομ' ἦσαν ἐπώνυμοι, οὕνεκα.. Hes.Th.144; τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦεν [Χρυσάωρ], ὅτ'.. ib.282; when the reason is omitted, the name is itself significant, Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον ('the Desired') Od.7.54; κάρτα δ' ὢν ἐ., πομπαῖος ἴσθι, of Hermes, A.Eu. 90; Ζεὺς ἀλεξητήριος ἐ. γένοιτο may he become a defender according to his name, Id.Th.9, cf. 405; ἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγω ib.658; ὦ Πολύνεικες ἔφυς ἄρ' ἐ. rightly wert thou named.., E.Ph. 1494 (anap.).
2 surnamed, Αθηναίῃ ἐ. Κραθίῃ Hdt.5.45; πολλῶν ὀνομάτων ἐ., of Aphrodite, S.Fr.941.2; τόδ' ἐπώνυμον this is her proper name (sc. Αἴγλα), Isyll.47.
3 freq. c. gen., named after a person or thing, ἐμοῦ δ'.. ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν A.Supp.252, cf. Pr.850, S.OC65; ἐ. ὄρνιχος called after it, Pi.I.6(5).53, cf. Hdt. 7.11, S.Fr.323, Euph.34.3; τῇ Ἀρτέμιδι, ἧς ἐστιν ἐ. ἡ φρατρία Rev.Épigr.1.239 (Naples, ii A.D.); ἔνθεν ἔστ' ἐ. A.Eu.689; ἐ. δεῖπνα Θυέστου E.Or.1008 (anap.); πόλεις ἐ. βασιλέων Plu.Comp.Thes.Rom.4; ἐ. τοῦ θανάτου τινὸς γενέσθαι Id.Flam.21; ἐ. ἐπί τινος Hdt.4.184; ἔκ τινος D.P.779; ἀπό τινος Scymn.547: c. dat., Ὀδυσσεύς εἰμ' ἐ. κακοῖς S.Fr.965 (s.v.l.); πόλιν ποιεῖν ἐ. τινι Pl.Lg.969a; φυλὴν ἐ. ἐποίησαν Ἀττάλῳ Plb.16.25.9; ἐ. ἑαυτῷ D.H.1.9; χῶραι ἐ. local names of places, Plb.5.21.7; = Lat. cognomen, D.H.5.25 codd.; τῆς πράξεως ἐπώνυμος, of Mummius, i.e. Achaëcus, Plu.Mar.I; title, D.C.72.22. Adv. ἐπωνύμως = by being named after, ἔκ τινος Ath.3.121a; ἐ. τῇ γεννώσῃ χώρᾳ Dsc.3.23.
II Act., giving one's name to a thing or person, αὐτό μοι σύ, παῖ, λαβὼν ἐ. (sc. τὸ σάκος) which gives thee thy name (of Eurysaces), S.Aj.574; τοῦ ἐ. τῆς πόλεως Διονύσου SIG762.13 (Dionysopolis, i B.C.).
2 at Athens, οἱ ἐπώνυμοι (sc. ἥρωες) eponymous heroes, the heroes who gave their names to the Attic tribes, Decr. ap. And.1.83, Isoc.18.61, D.21.103, etc.
b ἄρχων ἐπώνυμος = eponymous archon, the first Archon, who gave his name to the current year, IG3.81, al., Poll.8.89; also of the Spartan Ephors, Paus.3.11.2; of the Roman consules ordinarii, IG14.1389i34, Hdn.1.16.3; οἱ τὰ ἐ. ἄρξαντες App.Syr.51; ἄρξαντα τὴν ἐ. ἀρχήν SIG872.6 (Eleusis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1016] 1) seinen Namen woher habend, wonach benannt, ὄνομα ἐπώνυμον, gew. ein Name, den die Eltern bei einer besonderen Veranlassung mit besonderer Bedeutung dem Kinde beilegen, ein bedeutungsvoller Name, vgl. Od. 19, 406 πολλοῖσιν ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω –. τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπ.; Il. 9, 562 Od. 7, 54; Πύθιον καλέουσιν ἐπώνυμον οὕνεκα κεῖθι αὐτοῦ πῦσε πέλωρ μένος ὀξέος ἠελίοιο H. h. Apoll. 373; Hes. Th. 144. 282; ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ' ἐπώνυμος, du warst also mit Recht so benannt, Eur. Phoen. 1495; Βόσπορος ἐπώνυμος κεκλήσεται, er wird nach dir Bosp. genannt werden, Aesch. Prom. 733; τινός, wonach benannt, ὄρνιχος Pind. I. 5, 51; ἐμοῦ δ' ἄνακτος εὐλόγως ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν Aesch. Suppl. 252; Prom. 847; Soph. O. R. 210; Eur. Ion 1594; in Prosa, ἐπώνυμοι τοῦ καταστρεψαμένου καλέονται Her. 7, 11; Plat. Lgg. VIII, 828 c u. Folgde; τὸ καλὸν πᾶν ἐπώνυμόν ἐστι τοῦ κόσμου Arist. de mund. 6; ἐπὶ τούτου τοῦ οὔρεος οἱ ἄνθρωποι ἐπώνυμοι ἐγένοντο Her. 4, 184; Luc. Navig. 38; ἀπό τινος, D. Hal. 1, 71. – Sp. auch c. dat., D. Sic. 5, 4; D. Hal. 1, 9 u. A. – 21 seinen Namen einem Andern gebend; bes. in Athen die Heroen, nach denen die zehn von Klisthenes eingerichteten Phylen benannt sind, οἱ τῆς πόλεως ἐπώνυμοι Dem. 24, 8; πρόσθεν τῶν ἐπωνύμων ἐκθεῖναι νόμον ib. 18, Lept. 94, denn auf dem Platze der Versammlungen der Fünfhundert standen die Bilder dieser Heroen. – Später heißt der erste Archon, nach dem das Jahr benannt wird, ἐπώνυμος, wie in Rom die Konsuln ἀρχαὶ ἐπ., Hdn. 1, 16, 17. – In Sparta ἔφορος ἐπώνυμος, Paus. 3, 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 attribué comme nom ou comme surnom : τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπώνυμος OD qu'on lui donne le nom de Ὀδυσεύς (Ulysse);
2 surnommé à cause ou par suite de : ἐπώνυμός τινος qui tire son nom de qqn ou de qch;
3 nommé en outre, surnommé;
II. qui donne son nom à : αὐτό μοι σὺ, παῖ, λαβὼν ἐπώνυμον (σάκος) SOPH ô enfant, prends le bouclier d'où tu tires ton nom litt. qui sert à te nommer, en parl. d'Eurysakès ; ἐπώνυμος πόλεως PLUT qui donne son nom à une ville ; οἱ ἐπώνυμοι (ἥρωες) les héros éponymes, qui donnaient leurs noms aux dix tribus à Athènes ; ἄρχων ἐπώνυμος le premier archonte, à Athènes, celui qui donnait son nom à l'année ; ἔφορος ἐπώνυμος l'éphore éponyme, à Sparte.
Étymologie: ἐπί, ὄνομα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπώνῠμος:
1 данный в качестве имени: τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ὄνομα ἔστω ἐπώνυμον Hom. пусть будет ему наречено имя Одиссей; οἱ δὲ ἄνακτα Πύθιον καλέουσιν ἐπώνυμον Hom. властелина (Аполлона) называют именем «Пифийского»;
2 дающий (давший) название: αὐτό μοι σὺ λαβὼν ἐπώνυμον (sc. σάκος), Ἐυρύσακες Soph. возьми, Эврисак, щит, давший тебе имя; ἐ. πόλεως Plut. давший свое имя городу; Ζεὺς ἀλεξητήριος ἐ. γένοιτο! Aesch. да сделает Зевс-хранитель по имени своему!;
3 прозванный, наименованный: ἐ. τινος Pind., Her., Aesch. или ἐπί τινος Her. названный (так) по чему-л. или вследствие чего-л.; ἱδρύσασθαι τὴν πόλιν Ἀθηναίῃ ἐπωνύμῳ Κραθίῃ Her. построить город в честь Афины (по прозвищу) Кратийской.
IIэпоним, «дающий чему-л. свое имя», «тот, именем которого что-л. названо»: οἱ ἐπώνυμοι (sc. ἥρωες) Isocr., Dem. герои-эпонимы (легендарные герои аттических племен, именами которых были названы 10 фил Клисфена); ἄρχων ἐ. Arst. архонт-эпоним (первый из архонтов, именем которого назывался год его правления).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπώνῠμος: -ον, (ὄνυμα, Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα), φερώνυμος, τῷ δ’ Ὀδυσεὺς ὄνομ’ ἔστω ἐπώνυμον, φερώνυμον, Ὀδ. Τ. 409· Ἀλκυόνην καλέεσκον ἐπώνυμον, οὕνεκ’ ἄρ’ αὐτῆς μήτηρ ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα κλαῖε, «Ἀλκυόνην ὠνόμαζον φερωνύμως, διότιμήτηρ αὐτῆς θρῆνον ἔχουσα ἀλκυόνος τῆς πολλὰ πενθούσης ἔκλαιεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 562 (558), πρβλ. Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἀπόλλ. 373· Κύκλωπες δ’ ὄνομ’ ἦσαν ἐπώνυμοι, οὕνεκα... Ἡσιόδ. Θ. 144, πρβλ. 282: - ὅταν παραλείπηται ὁ λόγος, τὸ ὄνομα καθ' ἑαυτὸ εἶναι ἐκφραστικὸν τοῦ πράγματος. Ἀρήτη δ’ ὄνομ’ ἐστὶν ἐπώνυμον, δηλ. ἡ εὐκτή, Ὀδ. Η. 54· κάρτα δ’ ὤν ἐπ., πομπαῖος ἴσθι, ἐπὶ τοῦ πομπαίου Ἑρμοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 90· Ζεὺς ἀλεξητήριος ἐπ. γένοιτο, εἴθε νὰ γείνῃ ἀλεξητήρ, ὑπερασπιστής, καθὰ σημαίνει καὶ τὸ ἐπώνυμον αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν. Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 8, πρβλ. 405· ἐπωνύμῳ δὲ κάρτα, Πολυνείκη λέγω αὐτόθι 658· ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’ ἐπώνυμος, ὀρθῶς ἐπωνομάσθης..., Εὐρ. Φοίν. 1495· πρβλ. φερώνυμος. 2) ὠνομασμένος προσέτι, ἔχων ἐπώνυμον, Ἡρόδ. 5. 45· πολλῶν ὀνομάτων ἐπ., καλουμένη διὰ πολλῶν ἐπωνύμων, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 2. 3) παρὰ Τραγ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὀνομασθεὶς κατά τι πρόσωπονπρᾶγμα, μετὰ γεν., ἐμοῦ δ’... ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν, λέγει ὁ βασιλεὺς παρ’ Αἰσχύλ. Ἱκ. 252, πρβλ. Πρ. 850, Σοφ. Ο. Κ. 65· ἐπ. ὄρνιχος Πινδ. Ι. 6. 78, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 11· ἔνθεν ἔστ’ ἐπ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 689· ἐπ. δεῖπνα Θυέστου Εὐρ. Ὀρ. 999· ὡσαύτως, ἐπ. ἐπί τινος Ἡρόδ. 4. 184· ἔκ τινος Διον. ΙΙ. 779· ἀπό τινος Σκύμν. 546: - ὡσαύτως μετὰ δοτ. (πρβλ. Ὀδυσσεύς), Σοφ. Ἀποσπ. 408· ποιεῖν ἐπώνυμόν τινι Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἐπ. ἑαυτῷ Διον. Ἁλ. 1. 71· τὸ ἐπ. = ἐπωνυμία Πολύβ. 5. 21, 7, κτλ., καὶ οὕτω, τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦν, ὅτι..., εἰς τὸν μὲν τὸ ἐπώνυμον ἐδόθη, διότι..., Ἡσιόδ. Θ. 282. - Ἐπίρρ. -μως, ἔκ τινος Ἀθήν. 121Α· πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ. ἐνεργ., δίδων τὸ ὄνομά του εἴς τι πρόσωπονπρᾶγμα, ἀλλ' αὐτό μοι σύ, παῖ, λαβὼν ἐπώνυμον (ἐνν. τὸ σάκος), ὅπερ σοὶ δίδει τὸ ὄνομά σου (: Εὐρυσάκης), Σοφ. Αἴ. 574. 2) ἐν Ἀθήναις, οἱ ἐπώνυμοι (ἐνν. ἥρωες), ἐξ ὧν αἱ φυλαὶ τῆς Ἀττικῆς ὠνομάσθησαν, ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 28, Ἰσοκρ. 382D, Δημ. 548. 3, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 31. 19 κ. ἀλλ. (ἔκδ. Blass), Παυσ. 1. 5, 2, κλ. β) ἄρχων ἐπώνυμος, ὁ πρῶτος τῶν ἐννέα ἀρχόντων ἐν Ἀθήναις ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου ὠνομάζετο τὸ ἔτος, Παυσ. 3. 11, 2, Πολυδ. Η΄, 85, 89, Συλλ. Ἐπιγρ. 186, 189, 190 - 6, 376, κ. ἀλλ., πρβλ. Θουκ. 2. 2: - οὕτως ἐπὶ τῶν ἐφόρων τῆς Σπάρτης, Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν Ρωμαίων ὑπάτων, Ἡρῳδιαν. 1. 16. κτλ.

English (Autenrieth)

(ὄνομα): by a name given for some reason (‘surname,’ cf. ἐπίκλησις), Il. 9.562; ὄνομα ἐπώνυμον, of a significant name, Od. 7.54, Od. 19.409.

English (Slater)

ἐπώνῠμος with the name of c. gen. “καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (Herakles speaks of Aias, who is to be called after the eagle αἰετός) (I. 6.53) ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (ὁμώνυμε v.l.: i. e. Hieron, by paronomasia) fr. 105. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπώνυμος, -ον)
1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω του δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη της Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ.
γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’ ἐπώνυμος»
Πολυνείκη, σωστά πήρες αυτή την ονομασία, αφού ξεσήκωσες τόσα νείκη — τόσες έχθρες, Ευρ.)
2. εκείνος που δίνει το όνομά του σε άλλον ή άλλους, εκείνος από το όνομα του οποίου παίρνουν την ονομασία τους άλλοι («ο Ηρακλής επώνυμος ήρωας τών Ηρακλείδων»)
3. το ουδ. ως ουσ. το επώνυμο (AM ἐπώνυμον)
α) η επωνυμία, η πρόσθετη ονομασία
β) το οικογενειακό όνομα —σε διάκριση από το ατομικό, προσωπικό ή βαφτιστικό— συνήθως πατρωνυμικό, από το όνομα του προγόνου ή αρχηγού μιας γενιάς («Γεωργίου, Γεωργόπουλος, Γεωργάκης, Γεωργάκος, Γεωργιάδης, Πηλείδης, Ἀτρείδης, Ἀλκμεωνίδαι», «παῖδες Ἀβραμιαῖοι, Ἰουδαῖοι» κ.λπ.) ή δηλωτικό καταγωγής («Λευκαδίτης, Χιώτης, Ρουμελιώτης»), επαγγέλματος («Μελάς, Σαμαράς»), παρονομασίας («Καμπούρης, Μούρτζουφλος»)
νεοελλ.
αυτός του οποίου το όνομα είναι γνωστό («επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές της ελευθερίας»)
αρχ.
1. εκείνος που έχει πρόσθετο όνομα, κι άλλη ή άλλες ονομασίες εκτός από την αρχική, την ευρύτερα καθιερωμένη («πολλῶν ὀνομάτων ἐπώνυμος» — εσένα, Αφροδίτη, που σού αποδίδουν πολλά ονόματα, που σέ καλούν ή αποκαλούν με διάφορα ονόματα, Σοφ.)
2. αυτός που έχει ονομαστεί από το όνομα κάποιου («ἐμοῦ δ’ ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν» — το γένος τών Πελασγών το οποίο έχει πάρει από μένα —τον Πελασγό— το όνομά του, Αισχύλ.)
3. φρ. α) «ἐπώνυμος ἄρχων» — ο πρώτος από τους εννέα άρχοντες στην Αθήνα, επειδή το έτος ονομαζόταν, χαρακτηριζόταν από το όνομά του —και όχι με αύξουσα αρίθμηση— («ἐπὶ ἄρχοντος Ἀρχίνου, Διοπείθους» κ.λπ.)
β) «ἐπώνυμοι ἄρχοντες» — οι έφοροι της αρχαίας Σπάρτης, οι ύπατοι στην αρχαία Ρώμη
4. φρ. «ἐπώνυμοι ἥρωες» — οι δέκα ήρωες της αττικής παραδόσεως από τα ονόματα τών οποίων πήραν τις ονομασίες τους οι δέκα φυλές τών Αθηναίων.
επίρρ...
επωνύμως και -α (AM ἐπωνύμως)
φερωνύμως, με όνομα που προστέθηκε σύμφωνα με κάτι («τὰ ταρίχη ἐπωνύμως λέγεσθαι», Αθήν.)
νεοελλ.
με όνομα, όχι ανώνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όνυμα, αιολ. τ. του όνομα. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἐπώνῠμος: -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομα
I. 1. φερώνυμος, τῷ Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἐστιν ἐπώνυμος, Οδυσσέας είναι το όνομα που του δόθηκε, σε Ομήρ. Οδ.· Ἀλκυόνην καλέεσκον ἐπώνυμον, την αποκαλούσαν Αλκυόνη στο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον, Αρετή (Ποθητή) είναι το όνομα που της δόθηκε, σε Ομήρ. Οδ.
2. γνωστός και ως, επονομαζόμενος, σε Ηρόδ.
3. αυτός που παίρνει το όνομά του από κάποιον ή κάτι, με γεν., στον ίδ., σε Τραγ.· επίσης, ἐπ. ἐπί τινος, σε Ηρόδ.
II. 1. Ενεργ., αυτός που δίνει το όνομά του σε κάτι ή κάποιον, ἐπώνυμον (ενν. τὸ σάκος), εκείνο που σου δίνει το όνομά σου (λέγεται για τον Ευρυσάκη), σε Σοφ. 2. α) στην Αθήνα, οἱ ἐπώνυμοι (ενν. ἥρωες), ήρωες από τους οποίους πήραν τα ονόματά τους οι Αττικές φυλές (φυλαί), σε Δημ. β) ἄρχων ἐπ., ο πρώτος άρχοντας (από τους εννέα άρχοντες στην Αθήνα), ο οποίος έδινε το όνομά του στο τρέχον έτος.

Middle Liddell

ἐπ-ώνῠμος, ον ὄνυμα, aeolic for ὄνομα
I. given as a name, τῷ Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἐπώνυμος Odysseus is the name given him, Od.; Ἀλκυόνην καλέεσκον ἐπώνυμον Alcyone they called her by name, Il.; Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον Arete (the Desired) is the name given her, Od.
2. named besides, surnamed, Hdt.
3. named after a person or thing, c. gen., Hdt., Trag.; also, ἐπ. ἐπί τινος Hdt.
II. act. giving one's name to a thing or person, ἐπώνυμον (sc. τὸ σάκοσ), which gives thee thy name (of Eurysaces), Soph.
2. at Athens, οἱ ἐπώνυμοι (sc. ἥρωεσ), the heroes after whom the Attic φυλαί had their names, Dem.
b. ἄρχων ἐπ. the first Archon, who gave his name to the current year.

English (Woodhouse)

called after, giving one's name to, named after

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἐπί + ὄνυμα (αἰολ. τύπος τοῦ ὄνομα).

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах