νοίκι

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

το
ενοίκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοίκιον, ουδ. του επιθ. ἐνοίκιος, με σίγηση του αρκτικού -ε-].