ενοίκιο

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, -ον) ένοικος
1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ' ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.)
2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου
αρχ.
1. ως επίθ. ἐνοίκιος, -ον
αυτός που ζει στο σπίτι, οικιακός, κατοικίδιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνοίκιον
οίκηση, εγκατοίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένοικος + -ιον, ουδ. του επιθήματος -ιος].