νυκτοναστία

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

η
βοτ. ναστία που οφείλεται στην εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. nyctinasty < νύξ, νυκτός + nasty ναστία].