εναλλαγή

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐναλλαγή)
1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική αλλαγή (α. «εναλλαγή χαράς και λύπης» β. «εναλλαγή ημέρας και νύχτας» γ. «εναλλαγή ανέμων» δ. «κατ' εναλλαγήν» — εναλλάξ, εκ περιτροπής)
2. μετατροπή, μεταβολή, διαδοχή (α. «τὴν ἐξαίφνης εἰς χαρὰν ἐναλλαγὴν τοῦ θρήνου», Καλλίμ.
β. «ἐναλλαγὴ τῶν ζῳδίων», Πτολ.)
νεοελλ.
1. λογοτ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται απροσδόκητα αλλαγή του ρήματος ή του χρόνου ή του αριθμού ή του προσώπου με άλλο («ας μη μού δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον
είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα», Κάλβ.)
2. βιολ. α) «εναλλαγή της ύλης» — η αφομοίωση από τον ανθρώπινο οργανισμό τών θρεπτικών στοιχείων τών τροφών και η μετατροπή τους σε άλλα στοιχεία δικά του, αλλιώς μεταβολισμός
β) «εναλλαγή ενέργειας» — η μεταβολή της λανθάνουσας χημικής ενέργειας τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνει ένας οργανισμός σε κινούσα ενέργεια και κυρίως σε θερμότητα
γ) το φαινόμενο κατά το οποίο μερικοί ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί δεν μοιάζουν καθόλου με τους γεννήτορες, αλλά έχουν χαρακτηριστικά μακρινών ή πλάγιων προγόνων τους
3. φυσ. χαρακτηρισμός της ημιπεριόδου ενός εναλλασσόμενου μεγέθους στη διάρκεια της οποίας δεν παρατηρείται αλλαγή στη φορά του μεγέθους αυτού
4. (νομ.) α) «εναλλαγή καταστάσεως» — κατά το ρωμ. δίκ. η μεταβολή στην προσωπικότητα, δηλ. στην ικανότητα για απόκτηση δικαιωμάτων ή για ανάληψη υποχρεώσεων που επέρχεται από την απόκτηση ή την απώλεια κάποιας ιδιότητας
β) «εναλλαγή προικῴων» — η μετά τον γάμο και με κοινή συμφωνία τών συζύγων μεταβολή του αντικειμένου της προίκας που επέρχεται με δικαστική επικύρωση
5. διεθν. δίκ. α) «εναλλαγή εδαφών» — η ανταλλαγή εδαφών που συμφωνείται και εκτελείται μεταξύ δύο κρατών
β) «εναλλαγή αιχμαλώτων» — η ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ εμπόλεμων κρατών
μσν.
1. ποικιλία («καὶ τῶν λαχάνων τὰς πολλὰς ἐναλλαγάς, ἅς βλέπω», Καλλίμ.)
2. καθαίρεση και αντικατάσταση («διὰ τὴν ἐναλλαγὴν ὁποὺ κινδυνεύει νὰ γένῃ εἰς τὸν... ἐφημέριον τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου, Βλαστ.)
αρχ.
γραμμ. η μεταβολή και η χρησιμοποίηση ενός γράμματος ή άλλου γλωσσικού στοιχείου αντί για άλλο (α. «ἐναλλαγή χρόνων», Διον. Αλικ.
β. «ἐναλλαγή πτώσεως», Απολλ. Δύσκ.).