ξεγελώ

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

-άω
παραπλανώ, εξαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-γελῶ (αόρ. ἐξ-εγέλασα) βλ. κατάλ. ξ(ε)-].