ξεκαπιστρώνω

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

αφαιρώ το καπίστρι ή τον χαλινό από υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + καπιστρώνω].