υποζύγιο

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

το / ὑποζύγιον, ΝΑ, και ελεατ. τ. ὑπαδύγιον Α
ζώο που χρησιμοποιείται για την έλξη οχημάτων ή για την μεταφορά φορτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο»].