αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast
ξενοβόρος, -ον (Α)αυτός που τρώγει τους ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, κρεο-βόρος].