ξενοβόρος

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source

Greek Monolingual

ξενοβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, κρεο-βόρος].