τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
ξενοβόρος, -ον (Α)αυτός που τρώγει τους ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, κρεο-βόρος].