ξιφοδρέπανο

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

το (Α ξιφοδρέπανον)
κυρτό ξίφος σε σχήμα δρεπανιού («ξιφοδρέπανον
ἡ λεγομένη ἅρπη, ὅπλον», Ησύχ.).
νεοελλ.
κοντό ξίφος, ελαφρά κυρτωμένο, που χρησιμοποιείται ως ξιφολόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δρέπανον.