ξιφοδρέπανο

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Greek Monolingual

το (Α ξιφοδρέπανον)
κυρτό ξίφος σε σχήμα δρεπανιού («ξιφοδρέπανον
ἡ λεγομένη ἅρπη, ὅπλον», Ησύχ.).
νεοελλ.
κοντό ξίφος, ελαφρά κυρτωμένο, που χρησιμοποιείται ως ξιφολόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δρέπανον.