ξυλοκοπανίζω

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390

Greek Monolingual

1. πλένω τα ρούχα χτυπώντας τα με κόπανο, προκειμένου να καθαρίσουν
2. δέρνω κάποιον ανηλεώς, ξυλοκοπώ.