ξυλοκοπανίζω

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

1. πλένω τα ρούχα χτυπώντας τα με κόπανο, προκειμένου να καθαρίσουν
2. δέρνω κάποιον ανηλεώς, ξυλοκοπώ.