οικοτεχνία

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

η
βιοποριστική τέχνη που ασκείται στο σπίτι, οικιακή βιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οίκος + -τεχνία (< -τέχνης < τέχνη)].