οιωνικός

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

οἰωνικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οιωνούς
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνική
η οιωνοσκοπία.