οιωνικός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
οἰωνικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οιωνούς
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνική
η οιωνοσκοπία.